плодитисѧ — ПЛО|ДИТИСѦ (8*), ЖОУСѦ, ДИТЬСѦ гл. 1.Плодиться, производить потомство: пещерѹ же || имѧше ѹтрь въ домѹ своѥмь, ѹѥна же плодѧшесѧ в неи. (γειτνιοζον!) ГА XIV1, 234а–б; си пазуха мѡрьска˫а. си˫а роды плодитъ и кормить. а она другиѣ. ˫аже в сеи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… … Dictionary of Greek
πληθύνω — ΝΜΑ 1. πληθαίνω, πολλαπλασιάζω, αυξάνω κάτι ως προς τον αριθμό 2. (αμτβ.) αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι (α. «οι στάνες να πληθύνουν» β. «ἐπλήθυνεν ὁ λαὸς καὶ ἴσχυε σφόδρα», ΠΔ) 3. μέσ. πληθύνομαι αυξάνομαι (α. «πληθύνονται τα προβλήματα» β.… … Dictionary of Greek
ВЕНЧАНИЕ БРАКА — [греч. στεφάνωμα (τοῦ γάμου)], основная часть чина церковного благословения брака в правосл. Церкви и у нехалкидонитов. В античной и эллинистической Греции был широко распространен обычай украшать дом, где проходило брачное торжество, цветами, а… … Православная энциклопедия